- εγκαταχέω
- ἐγκαταχέω (Α)εγχέω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκαταχεόμενον — ἐγκαταχέω pour out besides pres part mp masc acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐγκαταχέω pour out besides pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐγκαταχέω pour out besides pres part mp masc acc sg ἐγκαταχέω pour out besides… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατέχεεν — ἐγκαταχέω pour out besides imperf ind act 3rd sg (epic ionic) ἐγκαταχέω pour out besides aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατέχευε — ἐγκαταχέω pour out besides aor ind act 3rd sg (epic) ἐγκαταχέω pour out besides imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατέχει — ἐγκαταχέω pour out besides imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek